τεύχρος

τεύχρος
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφὸς νόθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού ανδρων. Τεῦκρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Тевкр — (Teucer, Τεϋχρος). 1) Брат Аякса Теламонида, самый искусный стрелок под Троей. 2) Мифический первый троянский царь, по имени которого троянцы иногда назывались тевкрами. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург …   Энциклопедия мифологии

  • Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού …   Dictionary of Greek

  • Τεύκρος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της περιοχής της Τροίας, γιος του ποτάμιου θεού Σκάμανδρου και της νύμφης Ισαίας. Από αυτόν ονόμαζαν τους Τρώες και Τευκρούς. 2. Γιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης, ετεροθαλής του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”